- χειροδικώ
- (ε) αμετ. устраивать самосуд (над кем-л.), расправляться (с кем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροδικώ — χειροδικώ, χειροδίκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χειροδικώ — έω, Ν δέρνω κάποιον για να τόν τιμωρήσω για κακό που μού έκανε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χειροδίκης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ. Α. Κυπριάδη] … Dictionary of Greek
χειροδικώ — κάνω χειροδικία, τιμωρώ με τα ίδια μου τα χέρια αυτόν που με αδίκησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιχειρονομώ — ἐπιχειρονομῶ, έω (Α) 1. κάνω χειρονομίες 2. αρπάζω κάτι 3. χειροδικώ … Dictionary of Greek
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek
χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ … Dictionary of Greek